- σπερμοφυής
- σπερμο-φῠής, ές,A growing from seed, Id.HP7.10.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπερμοφυής — ές, ΝΑ (για δένδρο) αυτός που φύτρωσε από σπόρο και όχι από παραφυάδες ή μοσχεύματα νεοελλ. φρ. «σπερμοφυές δάσος» (γεωπ.) δάσος αποτελούμενο από δένδρα που προήλθαν από σπόρους και όχι από αναβλαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + φυής (< φύος… … Dictionary of Greek
σπερμοφυώ — έω, Α [σπερμοφυής] (για φυτό) παράγω σπέρμα, παράγω σπόρο … Dictionary of Greek
σπερμοφυῶν — σπερμοφυέω produce seed pres part act masc nom sg (attic epic doric) σπερμοφυής growing from seed masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)